- μπλου
- ο, η, τοάκλ. μπλε, σκούρος γαλάζιος, βαθυκύανος.[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. blue (πρβλ. λ. μπλε)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μπλου-τζην — το 1. μπλε σκληρό βαμβακερό ύφασμα με το οποίο γίνονται παντελόνια, αλλά και άλλα ενδύματα, για άνδρες και γυναίκες 2. ένδυμα από τέτοιο ύφασμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. blue jean «μπλε βαμβακερό ύφασμα, υφασμένο με δύο κλωστές»] … Dictionary of Greek
Αυστραλία — Κράτος της Ωκεανίας, ανάμεσα στον Ινδικό και τον Ειρηνικό ωκεανό, που περιλαμβάνει την ομώνυμη μεγάλη νήσο του νότιου Ειρηνικού (λόγω του μεγέθους θεωρείται ηπειρωτικό έδαφος), την Τασμανία και άλλα νησιά.Κράτος της Ωκεανίας, ανάμεσα στον Ινδικό… … Dictionary of Greek
Nickelodeon (Greece) — Nickelodeon Greece Launched September 3, 2010 Picture format 16:9 (576i, SDTV), (1080i, HDTV) Country Greece Langu … Wikipedia
μόδα — Όρος που δηλώνει τη διάδοση μιας ορισμένης συνήθειας, της οποίας εκφράζει κυρίως τον επίκαιρο και εντυπωσιακό χαρακτήρα. Από αυτό προέρχεται η γνώμη πως η μ. είναι ένα παροδικό, επιπόλαιο φαινόμενο, χωρίς καμιά πραγματική ή ιδεολογική υπόσταση,… … Dictionary of Greek
Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… … Dictionary of Greek
Κάνινγκχαμ, Άλαν — (Alan Cunningham, 1791 – 1839). Βρετανικός βοτανολόγος και εξερευνητής. Επισκέφθηκε πολλά μέρη της υδρογείου, σταλμένος από τη βρετανική κυβέρνηση για τη συλλογή διαφόρων ειδών φυτών. Το 1816 έφτασε στην Αυστραλία, όπου επιδόθηκε σε εξερευνητικά… … Dictionary of Greek
Μπενέξ, Ζαν Ζακ — (Jean Jacques Beineix, Παρίσι 1946 –). Γάλλος σκηνοθέτης, παραγωγός και σεναριογράφος του κινηματογράφου. Από τους ταλαντούχους δημιουργούς της γενιάς του τράβηξε τα βλέμματα με την πρώτη του κιόλας παρουσία όταν η ταινία του Ντίβα (1982)… … Dictionary of Greek